Γιατί οι βιοχημικές εξετάσεις δεν αρκούν στην διάγνωση και θεραπεία των ελλείψεων των διαφόρων βιταμινών στο σώμα.
Ποιες είναι οι μικροθρεπτικές ουσίες
Ονομάζονται έτσι γιατί τις χρειαζόμαστε σε σχετικά μικρότερες ποσότητες από όσο τις μακροθρεπτικές ουσίες. Είναι όμως επίσης ζωτικής σημασίας για τον οργανισμό μας, γιατί χωρίς αυτές οι μακροθρεπτικές ουσίες δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τον οργανισμό – και είναι επομένως άχρηστες. Χωρίς τις βιταμίνες, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία, οι υδατάνθρακες δεν μπορούν να παράγουν ενέργεια και οι πρωτεϊνες και τα λιπαρά δεν μπορούν να κατασκευάσουν ή να επιδιορθώσουν κύτταρα, ή να παράγουν ένζυμα, ορμόνες, νευροδιαβιβαστές και ό,τι άλλο χρειάζεται το σώμα για να παραμείνει ζωντανό.
Οι βιταμίνες που έχουν ανακαλυφθεί μέχρι στιγμής είναι οι Α, D, E, K, C και η ομάδα Β (Β1, Β2, Β3, Β5, Β6, Β12, Β17, βιοτίνη, φολικό οξύ, ινοσιτόλη, ΡΑΒΑ, χολίνη). Τα μέταλλα είναι το ασβέστιο, το κάλιο, ο φώσφορος, το νάτριο, το μαγνήσιο, ο σίδηρος (με +Fe θεωρούνται ως γέφυρα μεταξύ ιχνοστοιχείων και μετάλλων, καθώς έχουν παρόμοια χρήση στο σώμα με αυτά) και τα ιχνοστοιχεία είναι σίδηρος, ο ψευδάργυρος, ο χαλκός, το χρώμιο, το ιώδιο, το σελήνιο και το μαγγάνιο. Άλλα ιχνοστοιχεία, όπως το μυλοβδαίνιο, το βόριο, το γερμάνιο, το βανάδιο, το πυρίτιο, το κοβάλτιο και το νικέλιο, θεωρείται ότι παίζουν κάποιο ρόλο στο σώμα, αλλά είτε δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη σοβαρές ελλείψεις τους ή η κλινική τους εφαρμογή βρίσκεται στο στάδιο της έρευνας για περισσότερες πληροφορίες.
Η ζωτική σημασία που έχουν οι μικροθρεπτκές ουσίες στην υγεία μας και στην ίδια μας την επιβίωση είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σημασία που τους έχει δώσει το σύγχρονο κατεστημένο της υγείας, καθώς και με την ενημέρωση που παρέχεται στους επαγγελματίες της.
Τα τελευταία 15 με 20 χρόνια όμως, η εικόνα φαίνεται να αλλάζει ραγδαία και η σπουδαιότητά τους (έχοντας πλέον εξακριβωθεί κλινικά και εργαστηριακά) τα έχει εκτοξεύσει στην πρώτη γραμμή άμυνας στη μάχη του ανθρώπου εναντίον των παθήσεων που τον μαστίζουν με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα.
Οι βιταμίνες είναι οργανικές ουσίες που συνθέτουν τα φυτά, και αποτελούνται από τα στοιχεία του άνθρακα, του υδρογόνου και του οξυγόνου – έχουν δηλαδή την ίδια δομή με τις μακροθρεπτικές ουσίες. Οι βιταμίνες που υπάρχουν στο κρέας, βρίσκονται εκεί, επειδή τα ζώα τρώνε τα φυτά που τις περιέχουν. Με λίγες εξαιρέσεις, οι βιταμίνες δεν μπορούν να συντεθούν στο σώμα, και πρέπει επομένως να τις πάρουμε από την τροφή μας. Γι’ αυτό το λόγο, οι βιταμίνες θεωρούνται ζωτικής σημασίας για μας.
Γιατί δεν φαίνεται αμέσως η έλλειψη μιας βιταμίνης?
Tα ένζυμα αποτελούνται από πρωτεΐνες, οι οποίες έχουν ένα κομμάτι (που ονομάζεται συνένζυμο) κολλημένο στη δομή τους, για να γίνουν έτσι όλο ένζυμα, τα οποία είναι ικανά να διεκπεραιώνουν τις διάφορες αποστολές τους. Το συνένζυμο μπορεί να είναι μια βιταμίνη, να συμπεριλαμβάνει βιταμίνη ή να είναι κάποιο μόριο που έχει κατασκευαστεί από βιταμίνη.
Τα περισσότερα ένζυμα λειτουργούν στα κύτταρα ως καταλύτες διάφορων χημικών αντιδράσεων, οι οποίες αλλάζουν ένα συστατικό της τροφής σε κάποιο άλλο.
Επειδή λοιπόν οι βιταμίνες δουλεύουν ενδοκυτταρικά, η έλλειψη μίας ή περισσότερων από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση διάφορων συμπτωμάτων σε βάθος χρόνου. Τα κύτταρα που έχουν τέτοιες ελλείψεις βιταμινών μπορεί να έχουν αρκετά ένζυμα που είναι ελλείπει, επειδή τους λείπει το κομμάτι που λέγεται συνένζυμο, αλλά αρκετά από αυτά μπορεί να είναι λειτουργικά σε βαθμό που να επιτρέπει στο κύτταρο να λειτουργεί – έστω και με μειωμένη ικανότητα.
Με την πάροδο του χρόνου όμως, οι κυτταρικές λειτουργίες μειώνονται όλο και περισσότερο, μέχρι που είτε το κύτταρο θα προμηθευτεί τα ορθά μόρια που χρειάζεται, ή θα καταστραφεί. Αυτή η διαδικασία εξηγεί γιατί η έλλειψη βιταμινών δεν παρουσιάζει άμεσα συμπτώματα στο σώμα (σε μία ή δύο ημέρες), όπως ένα δηλητήριο ή μια ισχυρή ίωση. Πολλές εβδομάδες ή ακόμη και μήνες μπορεί να περάσουν μέχρι να εμφανιστούν τα συμπτώματα της έλλειψης βιταμινών. Για παράδειγμα, απαιτούνται περίπου 200 ημέρες στέρησης της βιταμίνης C προτού εμφανιστούν τα παθολογικά συμπτώματα της έλλειψής της, που είναι το σκορβούτο. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου όμως, η αντίσταση του ατόμου στις διάφορες ευκαιριακές παθήσεις μειώνεται ολοένα και περισσότερο, μαζί με την ενέργεια και τη ζωικότητά του.
Γιατί χρειάζεται χρόνο η φυσική θεραπευτική για να φανούν τα αποτελέσματά της?
Έτσι εξηγείται επίσης γιατί κάθε θεραπεία με βιταμίνες χρειάζεται χρόνο για να αποκαταστήσει τις κυτταρικές ελλείψεις και να εξαφανίσει τα παθολογικά συμπτώματα. Αν αυτές οι ελλείψεις δεν αναπληρωθούν εγκαίρως, η αναπόφευκτη καταστροφή των κυττάρων θα αρχίσει πλέον να επηρεάζει παθολογικά τα διάφορα όργανα του σώματος – και αυτή είναι συνήθως η στιγμή που το άτομο αποφασίζει να πάει στο γιατρό, επειδή αισθάνεται άρρωστο.
Για να λειτουργήσουν οι βιταμίνες στον οργανισμό, πρέπει πρώτα να μετατραπούν σε διαφορετικές χημικές μορφές από αυτές που ήταν όταν αφομοιώθηκαν από το σώμα. Αυτές οι βιοχημικά λειτουργικές μορφές ονομάζονται μεταβολίτες, και είναι οι χρησιμοποιήσιμες από τον οργανισμό χημικές δομές των βιταμινών.
Γιατί οι βιοχημικές εξετάσεις δεν αρκούν στην φυσικοπαθητική θεραπεία και διάγνωση?
Οι διατροφολόγοι λοιπόν δεν ενδιαφέρονται τόσο πολύ για τις ποσότητες βιταμινών που παίρνει το άτομο ή για τις συγκεντρώσεις τους στο αίμα που δείχνουν ο βιοχημικές εξετάσεις, αλλά για το πόσο εύκολα οι ποσότητες αυτές μετατρέπονται σε μεταβολίτες για να χρησιμοποιηθούν από τα κύτταρα και από τα διάφορα όργανα του σώματος.
Η μετατροπή των βιταμινών στους μεταβολίτες τους αλληλοεξαρτάται από την ύπαρξη ενζύμων και άλλων ορθών μορίων, όπως άλλες βιταμίνες και αμινοξέα. Για παράδειγμα, η βιταμίνη Β3 βοηθάει τη βιταμίνη Β6 να μετατραπεί από πυριδοξίνη σε πυριδοξάλη, που είναι η λειτουργική της μορφή στον οργανισμό. Έτσι, λόγω της αρχής της συνεργητικότητας των στοιχείων, η αυξανόμενη μακρόχρονη στέρηση του οργανισμού σε ορισμένα ορθά μόρια αυξάνει ταυτόχρονα και τα συμπτώματα που συνήθως συνδέονται με την έλλειψη άλλων ορθών μορίων, που όμως μπορεί να μην είναι στην πραγματικότητα ελλιπή στο συγκεκριμένο άτομο και περίπτωση.
Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον θεραπευτή σε εσφαλμένη διάγνωση, δίνοντάς του την εντύπωση ότι ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται στη συγκεκριμένη ορθομοριακή θεραπεία (που στοχεύει στην αναπλήρωση συγκεκριμένων ελλείψεων) ή ότι η βελτίωσή του είναι πολύ αργή.
Τα συμπτώματα δηλαδή που γνωρίζει ότι πηγάζουν από ελλείψεις συγκεκριμένων ορθών μορίων (τα οποία έχει αναπληρώσει με κάποιο διατροφικό πρόγραμμα) δεν φαίνεται να υποχωρούν, ενώ άλλα συμπτώματα που δεν έπρεπε να παρουσιάζει ο ασθενής (καθώς δεν είχε ελλείψεις των ανάλογων ορθών μορίων) υποχωρούν πιο γρήγορα.
Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι ότι ο οργανισμός χρειάζεται χρόνο για να εξισορροπήσει τα ορθά μόρια μεταξύ τους, τα οποία όχι μόνο δουλεύουν στα σημεία που είναι αποκλειστικά γι’ αυτά, αλλά βοηθούν ταυτόχρονα και άλλα ορθά μόρια να κάνουν τη δική τους δουλειά στο σώμα.
Η φυσικοπαθητική θεραπεία χρειάζεται χρόνο και σωστή παρατήρηση των συμπτωμάτων από τον φυσικό θεραπευτή σας και σε καμία περίπτωση δεν αρκούν οι όποιες βιοχημικές εξετάσεις που αποδεικνύουν τις συγκεντρώσεις των ορθών μορίων στο αίμα.
Αργυρώ Γεροχρήστου Μπολοβίνου
Φυσικοπαθητικός N.P.
Μοιραστείτε το άρθρο